- μιλτωτός
- μιλτ-ωτός, ή, όν,A coated with μίλτος, Eust.1885.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτωτός — ή, ό (Μ μιλτωτός, ή, όν) αλειμμένος με μίλτο («μιλτωτοῑς προσωπείοις», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλτῶ + επίθημα τος] … Dictionary of Greek
μιλτωτοῖς — μιλτωτός coated with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτωτάς — μιλτωτά̱ς , μιλτωτός coated with fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)